- νεάζω
- (Α νεάζω)1. είμαι νέος2. σκέπτομαι και ενεργώ σαν να είμαι νέος, παριστάνω τον νεαρό3. φαίνομαι νεαρός, είμαι σφριγηλός σαν να είμαι νέοςαρχ.1. είμαι πιο νεαρός στην ηλικία σε σύγκριση με άλλο άτομο («ὁ μὲν νεάζων και χρόνῳ μείων γεγώς», Σοφ.)2. γίνομαι πάλι νέος3. οργώνω για πρώτη φορά αγρό ή καλλιεργώ χέρσο αγρό4. (κατά τον Ησύχ.) «νεάζομενἀφικνούμεθα ἢ νεωστι ἥκομεν».[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος. Η σημ. τού ρ. «οργώνω για πρώτη φορά αγρό» οφείλεται σε σημασιολογική αλληλεπίδραση με τη λ. νειός*].
Dictionary of Greek. 2013.